Monday, December 22, 2014

Υπνοβασία

Οι νεκροί δε θυμούνται
Μόνο κοιμούνται
Όλο κοιμούνται

Κάπου και πού ξυπνούν κι αναρωτιούνται
Ποιος και γιατί και πώς
τους είπε να κοιμούνται
Ύστερα η γη γυρνά κι όλοι παρηγοριούνται
Ανώδυνα κι απόλυτα ξεχνιούνται
Ανώδυνα κι απόλυτα ξεχνούν 

Γυρνούν πλευρό κι αλλάζουν οι εποχές
Τα μάτια τους μικρά, θαμπά γυαλιά
Άστοχα καρφωμένα σε κάτωχρα κρανία
Και μες τα ραμμένα στόματα
Γλώσσες βελόνες και σιελόρροια
Σήμερα, χτες και πάντα
 
Και οι ωκεανοί μουσκεύουν γνώριμες ακτές Το βλέμμα της στραμμένο   
σε λουλούδια ή σε καθρέφτες
Μια μοναξιά αλύπητη απλώνοντας τα ρούχα
ή κάθε που σου λέει "καληνύχτα"

Ενώ φεγγάρια δολοφόνοι λούζουν
με φως και μαχαιριές τα μαξιλάρια


Wednesday, December 10, 2014

Μετακόμιση

...και πάμε.

Μαζεύω τα χαζά μας ποιηματάκια
Ευχές, τραγούδια, προσευχές
Ένα ζεστό φθινόπωρο 
και μια μαύρη κιθάρα
Μαζεύω τα γυμνά σου ποδαράκια
Τα βήματα σου τ' άγαρμπα 
μόλις ξυπνούσες
Το βρωμερό σου χνώτο
και τις τσίμπλες σου
Μαζεύω 
Το παρκέ του δωματίου μας
Τις γούβες του που μέτραγα
πατώντας μεθυσμένος
ξεβράκωτος κι ερωτευμένος
ψάχνοντας τα μαλλιά σου να κρυφτώ
Το βυσσινί το πάπλωμα μαζεύω
Το βρώμικο σεντόνι
Τα κλάμματα και τα ουρλιαχτά μαζεύω
Τ' άδεια μπουκάλια μας και το τασάκι το βαρύ
Μαζεύω
Δυο πόστερ καλλιτεχνικά
Δυο ακόρντα ξεσκισμένα
Του μπάνιου τα γυαλιστερά πλακάκια
Του πάγκου της κουζίνας τις λαδιές
Τη σόμπα που αποδήμησε στα μέσα ενός Γενάρη
Το κρύο, τον ιδρώτα, τον καπνό μαζεύω
Τη σκόνη που χαράζαμε - αδέξια ραβασάκια
Τις μυρωδιές μαζεύω
Τις κουρτίνες και μια φωτογραφία μας μαζεύω
και βγαίνω στον δρόμο φορτωμένος

Με τόσο φως στην πλάτη
μάλλον θα με περάσουν για τρελό

Monday, December 8, 2014

Δέσμια Πτώση

Μπήκε μέσα φουριόζα - ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Πέταξε τα κλειδιά της στο κρεβάτι, δίπλα στα πόδια του και γονάτισε μπροστά στον ανεμιστήρα.

"Βράζω" είπε και ξεφύσηξε ορμητικά, σχεδόν αγανακτισμένα.

"Μπορείς να μου πεις πού στο διάολο ήσουν; Υποτίθεται θα πεταγόσουν μέχρι το περίπτερο". 
Η φωνή του ήταν σιγανή και κάπως αδιάφορη, σχεδόν δεν καταλάβαινες ότι είχε θυμώσει - αν είχε θυμώσει.

Εκείνη δεν απάντησε. Σαν σε νιρβάνα, με το στόμα της σχεδόν ορθάνοιχτο περιέστρεφε αργά το κεφάλι της λες και είχε βαλθεί να ρουφήξει κάθε κυβικό εκατοστό χλιαρού αέρα που έφτυνε προς το μέρος της ο πλαστικός ανεμιστήρας.

"Πέρασαν δύο ώρες", συνέχισε εκείνος.
"Κάτι προέκυψε", του απάντησε απότομα σχεδόν διακόπτοντας τον.
"Ν' ανησυχήσω;"
Γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε κουρασμένα. Σηκώθηκε βαρυγκομώντας και απο την τσέπη του φουστανιού της έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. Το πέταξε στο στήθος του.
"Ορίστε τα τσιγάρα σας, κύριε", είπε χαμογελώντας λίγο πλατύτερα τώρα. Εκείνος ανασηκώθηκε. Άνοιξε άτσαλα το χάρτινο πακέτο και το τέντωσε προς το μέρος της. Πήρε δίχως δισταγμό δύο απ' τα τσιγάρα. Κρατώντας το ένα στα δάχτυλα, έκατσε δίπλα του στο κρεβάτι και σφήνωσε το άλλο απαλά στα χείλη του.

Άναψαν σχεδόν ταυτόχρονα. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή, δίχως ήχο. Ο πλαστικός ανεμιστήρας στο πάτωμα γύριζε βαριεστημένα αριστερά-δεξιά, αριστερά-δεξιά. Κάπνιζαν και τον παρατηρούσαν με μια προσήλωση μυστήρια και ειλικρινή. Κάποτε η στάχτη της θέριεψε, μαύρισε και προσγειώθηκε στο αριστερό της μπούτι.

Ξανασηκώθηκε και έκανε δυο βήματα προς το ανοιχτό παράθυρο. Άφησε το τσιγάρο στα χείλη της και ακούμπησε τα χέρια της στο καυτό περβάζι. "Θα με σκοτώσει αυτή η ζέστη", μουρμούρισε και τα χείλη της ίσα που χώρισαν. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της προς τα πίσω. Εκείνος την χάζευε. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς ή πότε την είχε γνωρίσει - ίσως γιατί στην τελική δεν είχε και την παραμικρή σημασία. Αν κάτι είχε την παραμικρή σημασία ήταν το ότι είχαν μάθει να ανέχονται ο ένας τον άλλον. Και αυτό αποτελούσε έναν μικρό θρίαμβο - και για τους δύο.

Την χάζευε. Είχε κάτι το αρχοντικό έτσι όπως στεκόταν με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω. Το φουστάνι της ήταν πορτοκαλί και λίγο περισσότερο προκλητικό απ' όσο εκείνος γούσταρε. Ήταν χοντρούλα και ήταν κοντή. 
Γεννημένη ξανθιά, αν αυτό σήμανε ποτέ κάτι.
Την αγαπούσε, με τον τρόπο του.

Γύρισε απότομα και κοιτώντας τον ίσια στα μάτια, μίλησε: 
"Κορώνα ή γράμματα;"

Εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει καπνίζοντας. Δεν απάντησε.

"Αφού ξέρω ότι το θες κι εσύ ρε, γιατί με τυρρανάς;" - η φωνή της, παιχνιδιάρικη μα και ανυπόμονα απεγνωσμένη γλυστρούσε προς το μέρος του σαν κάποιο ζαλισμένο εναέριο ερπετό. Εκείνος συνέχισε να την αγνοεί. Τώρα τον χάζευε αυτή. Ένα λεπτό, κάπως κακόμοιρο, μα ανίκητο απ' τα πολλά και τ' άλυτα παιδί, κάτι απο άντρα κι ουρανό χυμένο ως συνήθως στο κρεββάτι. Ήταν αφύσικα λεπτός και ήταν άσχημος. Τα γένια του, απεριποίητα και ξανθυμένα απ' τον καπνό σκέπαζαν το κοκκαλιάρικο στέρνο του και τα μάτια του στρέφονταν ως συνήθως σαν κάποιος βαθυπράσινος, πλαστικός και υγρός ανεμιστήρας απο την μία γωνιά του δωματίου στην άλλη, κάπως αμήχανα, εμφανώς βαριεστημένα μα πάντα καιόμενα, ενώ εκείνη προσπαθούσε να του αποσπάσει την προσοχή.

"Νομίζω ότι αρχίζω να σε μισώ" - πέταξε τις λέξεις σαν λύση εκτάκτου ανάγκης, παιδί που αποζητά την προσοχή και ψεύτρα πάντα αδέξια. Η αλήθεια ήταν πως τον αγαπούσε περισσότερο απο ποτέ.

"Παλιομαλάκα", συνέχισε, πνίγοντας κάτι σαν γέλιο και του γύρισε ξανά την πλάτη.

Με τον τρόπο της.

Εκείνος ξεφύσηξε, βγάζοντας παράλληλα τον καπνό της τελευταίας τζούρας απ' τα πνευμόνια του. Σηκώθηκε αργά και την πλησίασε. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω απ' την μέση της λίγο πριν της δώσει ένα ήσυχο φιλί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Με το αριστερό του χέρι, κρατώντας ό,τι είχε απομείνει του τσιγάρου του, άρπαξε το δικό της και τα κράτησε πλάι-πλάι ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του. Παρατήρησε ότι το δικό της ήταν εμφανώς μεγαλύτερο. Δεν τον ένοιαζε. Το είχε πια συνηθίσει. Της ψιθύρισε "κορώνα" και πέταξε και τα δύο αποτσίγαρα κάτω, στο έρημο πεζοδρόμιο της οδού Ερινύας.

Τα μάτια της έλαμψαν και κάτι σαν ευγνωμοσύνη ξεχύθηκε απ' το βαθύ, γκρίζο βλέμμα της. Μεγάλα μάτια. Ίσως υπερβολικά μεγάλα. Τα χέρια της χύμηξαν στις τσέπες του πορτοκαλί φουστανιού μα ξαναβγήκαν άδεια. Εκείνη έδειξε να αποθαρρύνεται, για μια μόνο στιγμή. Του ξαναχαμογέλασε: "Θα ψάξω εγώ", του είπε καθώς αποτραβιόταν απ' το παράθυρο, "του πούστη, ένα κέρμα θα το βρούμε, δε μπορεί!". Την παρακολουθούσε να ψάχνει - ο ενθουσιασμός της ήταν λίγο ανησυχητικός, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά. Παρ' όλα αυτά, δεν κατάφερε ν' αντισταθεί στην γοητεία της σχεδόν παιδιάστικης αδυμονίας της, έτσι όταν τελικά ανακάλυψε ένα χάλκινο βρωμοκέρμα πίσω απ' το τραπεζάκι της τηλεόρασης, η χαρά της ήταν (έστω και για λίγο) δικιά του χαρά.

Τον πλησίασε και του έδειξε το κέρμα. Πρώτα την μία πλευρά, μετά την άλλη - σαν κακός ταχυδαχτυλουργός πριν απο κάποιο φτηνό κόλπο. Ύστερα το τίναξε στον αέρα. Παρακολουθούσαν αμίλητοι την άνοδο και την πτώση του. Κάτι πήγε να σκεφτεί για την ανθρωπότητα, μα ο μεταλλικός ήχος του κέρματος στο πάτωμα την διέκοψε. Συμμάζεψε ακαριαία τις σκέψεις της και συγκεντρώθηκε σ' αυτό που είχε πραγματικά σημασία.

"Κορώνα!", του είπε κεφάτα. "Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, έτσι;" - Ήξερε.
"Θα μου βάλεις λίγο κρασί;" την ρώτησε απαλά. Εκείνη είχε αρχίσει να ψάχνει προτού καν τελειώσει την ερώτηση του.

Βρήκε το μπουκάλι πλάι στο κομοδίνο του. Βάδισε ως τον νεροχύτη, ξέπλυνε βιαστικά ένα χαμηλό ποτήρι με την μουτσούνα του Shrek να της χαμογελά πέρα για πέρα αναίσχυντα ή αθώα και το γέμισε βιαστικά ως τα χείλη. Επιστρέφοντας στο παράθυρο έβγαλε εν κινήσει τα παπούτσια  της, τινάζοντας τα σε δύο ακαθόριστες γωνίες του δωματίου.

Εκείνος είχε ήδη πάρει την θέση του - αραχτός στο περβάζι με τα πόδια του να κρέμονται τρείς ορόφους πάνω απ' το πεζοδρόμιο της οδού Ερινύας. Γύρισε το κεφάλι του και την είδε να πλησιάζει με το ξέχειλο ποτήρι.

"Πόσες φορές σου έχω πει πως δεν μου αρέσουν τα ξέχειλα ποτήρια; Με αγχώνουν τα ξέχειλα ποτήρια, το ξέρεις".

"Συγχωρέστε με, κύριε", του αποκρίθηκε και φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη της, τράβηξε μια γερή γουλιά - "Ορίστε κύριε, συγχωρεμένη;"

"Πάντα συγχωρεμένη", μειδίασε παίρνοντας το σαχλό ποτήρι απ' το χέρι της.
 Παίρνοντας με τη σειρά του μια ακόμη γερή γουλια, έστρεψε το βλέμμα του χαμηλά, στην ακαθόριστη εκείνη θλίψη της έρημης οδού Ερινύας και ψέλλισε μονάχα: "Όλα καλά". 

Ακούμπησε το γελοίο ποτήρι  στο άσχημο περβάζι και το βλέμμα του χάθηκε. Σ' έναν βαθύ και κυανό ουρανό χάθηκε, και στο παράθυρο ενος μακρινού όσο έπρεπε διαμερίσματος χάθηκε. Το φως, λοιπόν, στο παράθυρο έσβηνε. Το φως στο παράθυρο άναβε. Έσβηνε. Άναβε. Για πάντα, θα έλεγε κάποιος ανυπόφορος, σαν και του λόγου του. Και καθώς αναρωτιόταν για το πόση τρέλα - και εδώ μιλάμε για τρέλα αγνή, καθολική - μπορούσε να να χωρέσει σ' ένα τόσο δα διαμέρισμα, το ένιωσε. 

Το σπρώξιμο ένιωσε και ήταν καλό. Απότομο και όσο δυνατό χρειαζόταν. Καθώς έπεφτε, δεν σκέφτηκε τίποτα - ποτέ του δεν κατάφερε να σκεφτεί κάτι συγκεκριμένο. Ήθελε σα κολασμένος να βιώσει έστω και φευγαλέα εκείνες τις σκηνές της ζωής του, τα επιθανάτια μονταζάκια που τόσο επίμονα του είχαν επιβάλλει πως έπρεπε να δει σαν πεθαίνει κάποιος, οποιοσδήποτε - αυτός, στην προκειμένη - μα η προσποίηση τού ήταν ανέκαθεν απεχθής.

Μετά τις πρώτες δυο-τρεις φορές κατάλαβε πως η καλύτερη προσέγγιση ήταν η πλαγία. Σε λιγότερο απο δυο δεύτερα έστριψε όσο έπρεπε το σώμα του και προσγειώθηκε με ολόκληρη την δεξιά πλευρά του στην πετρωμένη πίσσα. Δεν είχε υπάρξει ούτε μία φορα που ν' ανάψει τσιγάρο δίχως να σκεφτεί πως κάπνιζε κομμάτια δρόμων του κόσμου (μια παιδική παρανόηση που είχε πια πειστεί ότι θα τον ακολουθούσε για πάντα) - ευτυχώς για εκείνον, τέτοιες σκέψεις τις κρατούσε για τον εαυτό του. Ακόμα κι εκείνος όμως τον απόπαιρνε. Πακέτο.

Άκουσε κόκκαλα να βγαίνουν απο τις θέσεις τους και τον μουντό γδούπο της σάρκας του καθώς συνετριβόταν στην άσφαλτο. Σηκώθηκε γρήγορα, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, οι ανάσες του 'βγαίναν γρήγορα. Κοιτάχτηκε. Κατα μήκος της δεξιάς του πλευράς, θρυμματισμένα κόκκαλα είχαν σκίσει την σάρκα στο μπράτσο, τα πλευρά και την λεκάνη του. Ένα μεγάλο, προεξείχε περήφανα μέσα απ' τη θέση του δεξιού του μηρού. Ακόμη ένα, προεξείχε απ' τον καρπό του - η παλάμη του κρεμόταν σα δανεική. Δυο απ' τα δαχτυλά του είχαν παραμείνει σχετικά ανέπαφα, τα υπόλοιπα δεν είχαν πια σχήμα δαχτύλων. Αίμα παντού. Προχώρησε βιαστικά προς την εξώπορτα, προτού γεμίσει αίματα τον δρόμο. Χτύπησε το κουδούνι δίχως όνομα. Εκείνη του άνοιξε. Οι λάμπες της εισόδου ήταν καμμένες εδώ και 22 μέρες. Ακριβώς. Βρήκε στα τυφλά την πόρτα του ασανσέρ, μπήκε και πάτησε με το μέτωπο του το κουμπί με το νούμερο τρία. Κάμποσα ανούσια δεύτερα ύστερα, την είδε να τον περιμένει στην είσοδο του διαμερίσματος. Μες την καλή χαρά.

"Πώς πήγε;" τον ρώτησε και τα μάτια της έλαμπαν.
"Δε βλέπεις;"
"Έλα τώρα, αφού γουστάρεις και το ξέρεις".
Η αλήθεια ήταν ότι γούσταρε. Και το ήξερε.
"Σειρά μου, καθίκι!" του χαμογέλασε και πήρε την θέση της στο περβάζι.
Γιατί "καθίκι"; Την φρόντιζε και την χτυπούσε σπάνια - δεν καταλάβαινε.
"Κι αυτή τη φορά κοίτα να 'σαι προσεκτικότερος, εντάξει;" Η φωνή της τώρα ήταν σιγανή, σκοτεινιασμένη, αναπάντεχα διαφορετική. 
"Προχθές άκουσα την ανάσα σου την τελευταία στιγμή, μου γάμησες την έκπληξη."
Εκείνος προσπαθούσε να διακρίνει το άρρωστο διαμέρισμα στο βάθος, πίσω της -
"Φυσικά μωρό μου, θα είμαι προσεκτικότερος". είπε συνεχίζοντας να σκανάρει με το βλέμμα του τον ορίζοντα - τίποτα. Σα να 'χε εξαφανιστεί. Περίεργα πράγματα.

Την άφησε να χαλαρώσει. Συνήθως ένα-δύο λεπτά ήταν αρκετά. Αυτή τη φορά περίμενε λίγο παραπάνω. Το βλέμμα της είχε χαθεί κάπου στη μαύρη πόλη. Το χέρι της βρήκε στα τυφλά το χαριτωμένο ποτήρι. 
Το 'φερε στα χείλη της, το άδειασε και το άφησε εκεί όπου το βρήκε.
Ένιωθε χαλαρή. Ασφαλής.

Την έσπρωξε. Απότομα και όσο δυνατα χρειαζόταν. 
Αθόρυβα, όσο του είχε ζητήσει. Πήγε καλά.
Την είδε ν' ανοίγεται - χέρια και πόδια σε διάταση - σα νεκρός αστερίας. Και πάλι έπεφτε με το πρόσωπο, πάντα με το πρόσωπο. Μια-δυο φορές της είχε ζητήσει απ' έξω απ' έξω, αν δεν την πολυπείραζε να χρησιμοποιούσε κάποιο άλλο μέρος της γι' αυτή τη δουλεια.
Όχι ότι έτρεχε και τίποτα σημαντικό δηλαδή απλά, να, κάπως τον ενοχλούσε. Ανένδοτη.
Έπεφτε για περίπου τρία δεύτερα. Ύστερα διέλυσε το πρόσωπό της στην άσφαλτο. 
Την είδε να σηκώνεται και να κατευθύνεται προς την εξώπορτα. Άκουσε το κουδούνι. 
Της άνοιξε.

Ξανακοιτάχτηκε. Τα σκισίματα είχαν ήδη αρχίσει να επουλώνονται, το δεξί του χέρι επέστρεφε (γρηγορότερα, είναι η αλήθεια, απ' ότι περίμενε) στην φυσική του κατάσταση. 
Πεινούσε λίγο.

Όρμησε μέσα ενθουσιασμένη όπως πάντα, σχεδόν πετούσε. Το πρόσωπό της, μια άμορφη μάζα απο κομμάτια σάρκας, θρυμματισμένα κόκκαλα και ξανθά ματωμένα μαλλια.
"Σ' αγαπώ" ούρλιαξε. "Σ' αγαπώ μωρό μου!"
Έπεσε στην αγκαλιά του. Και τον αγαπούσε.

Με τον τρόπο της.



Monday, October 27, 2014

0.

3.
Και φυσικά υπάρχουνε κι αυτοί
που στις γιορτές τους ή των άλλων
καλούν στα ισόγεια υπνοδωμάτια
κακοφτιαγμένα ανθρωπάκια απο πλαστελίνη
Και θα 'ταν φυσικά υπέροχο
για τις ερωτικές επιστολές και για τους επικήδειους
αν το θυμόμασταν κάθε που ξεμεθάμε

Όσο για το πώς τυφλώθηκα
είναι μια ιστορία που μελοποιώ απ' τα οχτώ μου
ενώ πίσω απ' τους τοίχους
πουτάνες και πρεζάκια χερουβείμ έπαιζαν στα χαρτιά
τον έρωτα του πατέρα
τον έρωτα της μητέρας

2.
Και τώρα που το καλοσκέφτομαι
Εγώ ποτέ δεν θέλησα ούτε ποιήματα, ούτε στίχους
Μόνο ύψος θέλησα
Να ψηλώσω, να ψηλώσω
Όσο για να μην βλέπω τοίχους να ψηλώσω
Αστέρια να μπουκώνομαι και να ξερνάω ήλιους
Άπραγος ελεήμων, ουράνιος παρίας
Νωθρά να συμπονώ τους επι γης

Και ξέρω όσο λίγα
πως κάποιοι, πάντα θα μαζεύουν τα κομμάτια μου
απο μια τάξη μαθητών και ολοστρόγγυλων δειλών
που ούτε είδαν, ούτε ακούν
μόνο κυλούν
όλο κυλούν 
και μόνο φτάνουν
και ούτε που ήρθανε ποτέ απο πουθενά

Ταγμένοι λοιπόν εδώ ή εκεί, κάποτε σχολάσαμε

Κατεβήκαμε βιαστικά απ' τον ουρανό
και γονατίσαμε μπρος στη λεκάνη 
ψάχνοντας για θεούς και κέρματα
Μάθαμε τότε για το μίσος και τα  βαμένα βλέμματα,
τη σημασία των ρυθμικών βηματισμών,
πώς να γλύφουμε τα σύννεφα δίχως να τα πονούμε
και να φθονούμε τους νεκρούς μιας και ανασταίνονται

1.
Και τ' άλογα, σκελετωμένα απο τον χρόνο και το φως
μιας πολιτείας γλυκιάς και μακρινής
σκύβουν κι αποκοιμιούνται μπρος στις πύλες
αφού κανείς ποτέ δεν βγήκε απο 'κει

Κανείς, ποτέ δεν έζησε εκεί

Sunday, October 26, 2014

Χάρτης

Ένα πορτοκαλί μεσημέρι των εξοχικών μου χρόνων
έκρυψα τον θησαυρό μου στο ψηλότερο ντουλάπι της κουζίνας
και τον άφησα - χρόνια τον άφησα
και κόντυνα
και ξέχασα

Και όλα ήταν δύσκολα μόνο μέχρι το βράδυ του Φλεβάρη
που μου 'στείλαν συστημένη την διαθήκη μου
κι ένα μαχαίρι πλαστικό
για να αξίζει, είπαν

Κι αν κάτι μένει ακόμα να τρυπά
είναι που άλλαξα και που δεν έχω χέρια
έναν χάρτη να φτιάξω
μια νότα ή μια μυρωδιά να φτιάξω
όχι για μένα, όχι
για τον αδερφό μου ίσως
 άντε και για το σύμπαν

Κάπως και κάπου κάποιος να θυμηθεί
πόσο αδίστακτα αλυχτούν τα πεθαμένα
στις πλάτες πεθαμένων εποχών
και το αμείλικτο ροκάνισμα της ευτυχίας
στα δόντια του παιδιού

Και οι θησαυροί, σκουριά και σκόνη πια
φορτώνονται αδιάφορα
στην σκουπιδιάρα του πλανήτη
Ξέχειλα πια τα σπλάχνα της απο σινιάλα και γιορτές 
βάζει μπροστά
και προχωρά
και ξεμακραίνει

Thursday, September 4, 2014

Γκόσιπ

-γλεντήσανε, γλεντήσανε και πέθαναν
-και νύχτωσε
-άκουσαν τις πέτρες να γλυστρούν 
-μες το νερό
-και κοιτάχτηκαν
-και προδόθηκαν
-μουσική!
-απο πού;
-απο πού;
-το πιο λαμπρό αστέρι χτύπησε με μένος
-έπεσε με μένος
-έλιωσε με μένος τ' αστεία σώματα
-και η έκπληξη...
-η έκπληξη;
-η έκπληξη!
-ο ουρανός;
-ο ουρανός! σπίθα κοραλλολάγνα στον βυθό!
-αταίριαστο...
-ανήκουστο!
-στάχτη στα υγρά του κοριτσιού
-ύστερο κατευόδιο
-άλογο κρεμασμένο!
-σαν ξένο!
-σα νέο...
-σαν...
-σαν...
-πάψε, ο ήλιος

Monday, July 14, 2014

Ροχαλητό

Πλάι μου κοιμάται ο έρωτας
Έξω φυσά 
Κι ένας πλανήτης καίγεται 
στην κεντρική πλατεία
Και κάθε πάντα, 
ένα φτερούγισμα αρκεί να μας τελειώσει -
Γνώριμος, γερασμένος 
συνωμότης στο περβάζι
ή ξυπνητήρι παιδικό και χαλασμένο
στο δωμάτιο του τρελού

Σαν σε παρτίδα σκάκι δίχως τους βασιλείς
Δόθηκαν ξεραμένα
τα πιόνια όλα
τα χρόνια όλα

Κι απόμεινε μια λάμπα απο άστρα μόνο
Λίγο να ζωντανεύει 
όσα χαράξαμε στους τοίχους
Κάποτε νέοι, καθολικά αγνώμονες
και αδίστακτοι σαν έρωτας

Που πλάι σου ροχαλίζει
Που σκίζει τα όνειρα σου στους καρπούς


Monday, July 7, 2014

Κύκλοι

Περιστέρια στο πεζοδρόμιο
Και οι φίλοι στις ταράτσες και στα σύρματα
Αναιμικοί απόγονοι θηρίων αστρικών
Πρεζάκια ερωτευμένα στις τραμπάλες
Πόρνες πρησμένες στα παγωτατζίδικα
Ξυράφι και τριαντάφυλλα
Και το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις
είναι πως κάποιος πρέπει να πεθάνει
Όταν με τόσο θράσος ανοίγεις διάπλατα 
το παραθυρόφυλλο τις Τετάρτες 
-ένα ανοιχτό πετρόλ ο ουρανός 
και οι δρόμοι μία ώχρα
Χιμάει γλυκά το φώς, γλυκά σκίζει τα μάτια
και έχεις ήδη κουραστεί - αύριο πάλι

Και ο θεός υπάρχει, ναι -
είναι το χέρι που γράφει ό,τι μισεί
ή που μισεί ό,τι γράφει

Κι όλης της γης τα χώματα δεν φτάνουν,
κάθε που τεχνουργούμε μέλλοντα
Γιατί είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο
πως όλα έρχονται στην ώρα τους
Πως κάποτε θα προσκυνούμε την άμμο
ή τα τραγούδια που τελειώνουν νωρίς
Τα καλοκαίρια θα 'ναι καλά, τότε
και οι χειμώνες, γλώσσες γλυκές στα στέρνα μας
Φριχτά πανέτοιμοι και ανελέητα ερωτευμένοι με τα πάντα
θα κυλήσουμε, τότε
Απ' την αρχή θα κυλήσουμε -
πάντα προς τα κάτω, μα απο κάπου ψηλότερα

Και η ώρα θα είναι σωστή
όταν τα μάτια μας για πρώτη, ξανά, φορά ανάψουνε τον ήλιο
Λίγο πριν πάλι σκοτεινιάσουμε 
Σε κάποιο πεζοδρόμιο
Όρθιοι ή ξαπλωμένοι
Κάποια Τετάρτη

Στην ώρα μας κι εμείς




Friday, June 27, 2014

Παρανόηση

Όταν ήρθε το είδαν να ξετυλίγεται απ' το ταβάνι
ή να θολώνει τον καθρέφτη του καθιστικού
Κορδέλα στα μαλλιά κάποιου τρελού
ή οπλισμένος εραστής
Σκαρφαλωμένοι στον ήλιο οι μισοί, 
οι άλλοι κρεμασμένοι, 
έγειραν επιτέλους το κεφάλι και κατάλαβαν

Όταν ήρθε βρωμοκοπούσε άφεση και μνήμες
Στάχτη σε παιδικά κρεβάτια
ή μέλι στα κρεματόρια τ' ουρανού
Πέρα ένα πλοίο ξεφόρτωνε
Ακόμη μακρύτερα ένας φάρος γκρεμιζόταν
Και στην πέρα γωνιά του σύμπαντος
αγύρτες λυτρωτές μοίραζαν βλέννα και χαρτοπόλεμο

Ξάπλωσα τότε πλάι στη θάλασσα ν' ακούσω τον Θεό
Μα δυο παιδιά με κάτι πλαστικά φτυαράκια
γέλασαν και μ' έθαψαν στην άμμο

Tuesday, June 24, 2014

Φωτεκτομή

Θα πέφτουμε, θα πέφτουμε
Μέχρι οι δείκτες να λυγίσουν
και οι ήλιοι να καούν
Η σκόνη και τα λυπηρά τραγούδια
Οι κεραυνοί και τα γλυκά μεθύσια
Να χαθούν

Να χαθούν όσα μας πήραν
Και με θράσος μας κουβάλησαν
Στ' απάτητα χορτάρια
Σ' ασύλληπτες κορφές
Να χαθούν

Και πια να μη γλυστράμε
Και πια να μη βουτάμε
Σε βάθη απροσμέτρητα
Σε τάφους δανεικούς

Όχι άλλο φως

Sunday, June 22, 2014

Σερενάτα

  Περάσαν τις προάλλες κάποια άτομα, νεαρά μέχρι αηδίας άτομα, γελώντας και φωνάζοντας λες και δεν υπήρχε αύριο, κάτω απ' το διαμέρισμα της. Στον δρόμο, προφανώς, για κάποιο μπαρ ή ουζάδικο έσπρωχναν παιχνιδιάρικα το ένα το άλλο, ανταλλάσοντας πειράγματα, αθώα μπινελίκια κι αγκαλιές. Έτοιμα για κάτι έντονο, κάτι φρέσκο, κάτι ίσως μυθικό που το δίχως άλλο θα τα πλησίαζε άφοβα και απόλυτα, όσο άφοβα και απόλυτα πλησίαζαν το ένα το άλλο ενώ γελώντας και φωνάζοντας λες και δεν υπήρχε αύριο, διαμήνυαν το τέλος μίας ακόμη σχολικής χρονιάς και την αρχή των πάντων. 

 Και δεν θα έδινε την παραμικρή σημασία αν δεν είχε μόλις αποκοιμηθεί μετά απο μια αφόρητα εξουθενωτική μέρα μπροστά στην τηλεόραση. Όμως ξύπνησε. Ή μάλλον, αυτά τα κωλόπαιδα της χάλασαν τον ύπνο. Αυτά τα γαμημένα, ανίδεα κωλόπαιδα που μόνο να χαχανίζουν και να πηδιούνται ξέρουν, είχαν χάλασει τον πολύτιμο, δικό της ύπνο. Ορμώμενη εκ του καλοστρωμένου κρεβατιού της τράβηξε με δύναμη τα πατζούρια, και σχεδόν κρεμάστηκε απ' το παράθυρο, τόσο που πήγε να πέσει. Το μεγάλο και πεσμένο εδώ και χρόνια στήθος της πιέστηκε στο βρώμικο περβάζι, τα σχεδόν  μαύρα μαλλιά της, λυτά, κρέμονταν σαν καταδίκες για μισό τουλάχιστον μέτρο στην άπνοια του Ιουνίου.

 "Σκάστε!"- η φωνή της, υγρή, βραχνιασμένη μα μυστηριωδώς εξίσου στεντόρεια έσκισε το σαββατόβραδο. Δυο περιστέρια που κούρνιαζαν στην κεραμοσκεπή απο πάνω της πέταξαν με τέτοια ταχύτητα μακριά της, που σχεδόν ντράπηκε. Σχεδόν. Τα παιδιά έπαψαν. Εκείνη, απο την άλλη, είχε μόλις αρχίσει. Σήκωσαν τα μάτια τους και την έψαξαν. Την εντόπισαν στο παράθυρο του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας που είχαν μόλις προσπεράσει - μια μαύρη, χοντρή σκιά που έμοιαζε να χύνεται αργά απο το ημιφωτισμένο παράθυρο της, κάτω στον πεζόδρομο. Βρίζοντας μάνες, πατέρες και και θεούς, στάλες σάλιου εκτοξεύονταν απ' τα χείλη της προς το νυχτερινό ουρανό. Απο τα γύρω κτίρια ένιωθε να πληθαίνουν τα βλέμματα των ανυποψίαστων και φιλήσυχων γειτόνων της, καθώς ένας-ένας, διστακτικά στην αρχή μα ύστερα απροκάλυπτα, έβγαιναν στα μπαλκόνια τους για να πάρουν μάτι. Κανείς δεν είπε το παραμικρό. Σαν απο σιωπηλή κατανόηση, ίσως και απο οίκτο, κανείς δεν είπε τίποτα. Μόνο κοιτούσαν. Τα λόγια της είχαν αρχίσει να μην βγάζουν νόημα - ξεκινούσαν σαν κατάρες ή απειλές μα κατέληγαν άναρθρες κραυγές, οι φλέβες στον λαιμό της κόντευαν να σκίσουν το δέρμα που τις καλύπτει, μα δεν μπορούσε να σταματήσει. Σαν λυσσασμένο ζώο έχυνε την χολή της απ' το μικρό της παράθυρο, στην παρέα στον δρόμο, στο τετράγωνο, στην γειτονιά της, σ' ολόκληρο τον γαμημένο τον πλανήτη - ο κόσμος κοιτούσε, τα περιστέρια κοιτούσαν και τα καήμενα τα παιδιά κοιτούσαν κι αυτά σαστισμένα, 2 ορόφους ψηλότερα, την περίεργη αυτή γυναίκα που ούρλιαζε, ακατάληπτα πια, προς το μέρος τους.

 Κάποτε σταμάτησε - περισσότερο επειδή κόντεψε να πνιγεί με το ίδιο της το σάλιο, 
παρά γιατί το ήθελε. Απέμεινε έτσι, κρεμασμένη στο περβάζι, κάπως καταβεβλημένη να καρφώνει με το βλέμμα της τα επτά αγόρια και κορίτσια που σιωπηλά τώρα (μα σίγουρα όχι για πολύ), της γυρνούσαν ένα-ένα την πλάτη και συνέχιζαν την θρυλική τους ιστορία. Η δική της ιστορία είχε τελειώσει. Τραβήχτηκε απρόθυμα απ' το παράθυρο και σφάλισε ξανά τα πατζούρια.

  Καθώς ξάπλωνε ξανά στο καλοστρωμένο της κρεβάτι, εντελώς αναπάντεχα και με θράσος πρωτόγνωρο, κάποιες άλλες φωνές την ενόχλησαν, μες το κεφάλι της αυτή τη φορά. Μέσα απ' τα σκοτεινότερα συρτάρια του μυαλού της ξεχύθηκαν τραγούδια, κάτι τραγούδια που άκουσε και αγάπησε παλιά, πολύ παλιά, κάτι βόλτες σε πλατείες και σε δρόμους πιτσιλισμένους με ηλιοβασίλεμα κάτω απο φυλλωσιές δέντρων που φάνταζαν αθάνατα, κάτι φωνές, γλυκές φωνές, και η δική της η φωνή ακόμα -  γλυκιά ακόμα κι εκείνη, παλιά, πολύ παλιά - κάτι σαν έρωτας ή παγωτό βανίλια, ιδρώτας στα χείλη της και η ευωδιά ενός κόσμου νεογνού, κάποια Άνοιξη, κάτι καλό, κάτι παλιό, κάτι...

 Χασμουρήθηκε.
Γράπωσε το τηλεκοντρόλ απο το κομοδίνο της και το κατέβασε βιαστικά ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν καλό τηλεκοντρόλ - μακρύ, παχύ και τα κουμπάκια του ήταν όσο πρέπει εξογκωμένα και σκληρά. Μαλακίστηκε κλαίγοντας γοερά για κάνα δίλεπτο.

Έχυσε.

Αποκοιμήθηκε.

Thursday, June 5, 2014

Ραντεβού

Μια απ' αυτές τις νύχτες
Θα 'ρθεις δίπλα μου
Τα μάτια θα σου κλείσω μ' ένα χάδι
Και θα μ' αφήσεις να σου πω 
Γλυκά-γλυκά
Πώς γίνεται ο άνθρωπος σκοτάδι

Απ' το παράθυρο του ακάλυπτου
Θα κρυφακούν θεοί
Ενώ θα στάζω ασφόδελους, κανέλλα 
Κι αιμοβρόχια στα μαλλιά σου

Μικρά ηλίθια ψέμματα
Ανούσιες αλήθειες

Ύστερα, νυσταγμένος
Θα 'ρθω δίπλα σου
Τα μάτια θα μου κλείσεις μ' ένα χάδι
Και θα σ' αφήσω να μου πεις 
Γλυκά-γλυκά
Πώς γίνεται ο άνθρωπος σκοτάδι

Αμνησία

Κρύφτηκα λοιπόν 
κάτω απο το παιδικό μου πάπλωμα
αφήνοντας τον κόσμο να πάει κατά διαόλου - 
Και όχι πως ξέραμε ή πως θα μάθουμε ποτέ 
γιατί τα καλοκαίρια μυρίζουν θάνατο
  Όμως
Ίσως κάποτε κάποιος να νοιάστηκε 
ή έστω να λιποθύμησε απο απορία
Σάρκινη παρακαταθήκη σε ουράνια νταλαβέρια -
Πράσινα μάτια βουρκωμένα 
απο καπνό και αθανασία 

 "Δεν τον ξέρω, δεν την γνώρισα ποτέ"

είπα και πέθανα

Δεν ήταν πάντα έτσι όμως, κάποτε γλυστρούσα
Όλοι κάποτε γλυστρούσαν - μέσα από ή σε κάτι

Έξω τώρα και βαθύτερα απο ποτέ, τώρα
Γλύφω μηχανικά την επιφάνεια του πλανήτη
Μουλιάζω τ' ακροδάχτυλα μου στους βυθούς, τώρα

Δεν θυμάμαι γιατί

 


Saturday, March 22, 2014

Στριπτίζ

  Έκλεισε το τηλέφωνο πατώντας όπως πάντα -σχεδόν εμμονικά- ξανά και ξανά το πλήκτρο ακύρωσης κλήσης. Ίσως πίστευε πως έτσι μαγικά και αβάδιστα ακύρωνε τα λόγια που είχε μόλις πει, ίσως πάλι πως με την επαναληπτική -σχεδόν εμμονική- πίεση του κόκκινου πλήκτρου έσβηνε ολοκληρωτικά τον κόσμο, μαζί και τον εκάστοτε συνομιλητή του.
Από παιδί σιχαινόταν το τηλέφωνο.
Αμήχανες σιωπές και ανάσες που ξεβράζονταν βαριεστημένα στο αυτί του μέσα απο τις τρυπούλες του ακουστικού. 
Δεν είχε μάθει έτσι, αυτός. 
Προτιμούσε τις αγκαλιές και τα βλέμματα, αυτός.
Μαλάκας. Μεγάλος. 
Δεν της μιλούσε όμορφα τελευταία. Το καταλάβαινε κι εκείνη μα φυσικά δεν παραπονέθηκε ποτέ. Πάντοτε υποστηρικτική, πάντοτε αχόρταγα ανεκτική - φρικιαστικά υπέροχη.

  Ζέστη.

Δεν μπορούσε να πιστέψει την ένταση της ζέστης. Ιούλιος, ναι, αλλά η κατάσταση εκείνη δεν ήταν δυνατό να υποφερθεί απο κανέναν λογικό - πόσω μάλλον έστω και να περιγραφεί απο κάποιον σαν και του λόγου του. 
Ξαπλωμένος, γυμνός, σχεδόν κολλημένος στα μουσκεμένα σεντόνια, θα ορκιζόταν πως έβλεπε το ίδιο το ταβάνι της τρώγλης που ονόμαζε υπνοδωμάτιο, να ιδρώνει.

  Άνοιξε τα μάτια του. Απότομα. Ήταν κάτι που του άρεσε να κάνει. Κάτι που τον έκανε να αισθάνεται κατατρεγμένος, σαν σκοτεινά γοητευτικός αντι-ήρωας κάποιου μεταμοντέρνου φιλμ-νουαρ. Κάτι, τελοσπάντων. Κοίταξε φευγαλέα το πράσινο ρολόι. Το πράσινο ρολόι ήταν σταματημένο 3 εβδομάδες τώρα, παρ' όλα αυτά αδυνατούσε να μετριάσει την συχνότητα αυτού του φευγαλέου βλέμματος. Αφ' ενός γιατί του θύμιζε πως ζούσε Κάπου όπου Κάποιοι έκαναν Κάτι (σκέψη που όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί του έδινε μια αμυδρή ελπίδα πως κάποτε, ίσως να γινόταν ευχάριστος, ήλίθιος κι ευτυχισμένος σαν αυτούς). Αφ' εταίρου γιατί το πράσινο ρολόι ήταν καρφωμένο στο ταβάνι, ευθεία πάνω απ' το μαξιλάρι του (μία απ' τις δοκιμασίες αντοχής στις οποίες συνήθιζε να υποβάλλει συχνα τον εαυτό του, για να νιώσει μοναδικός). Είχε αποτύχει, τόσο στην επίδειξη αντοχής (τα τσακισμένα νεύρα του το επιβεβαίωναν), όσο και στην επίτευξη μιας ευδαιμονικής ανάτασης που "μόνο μέσω της απόσχισης απο τα τετριμμένα και τα γνώριμα της ανθρώπινης φύσης δύναται να προκύψει" (Τάδε Έφη Κάποιος Ήδη Νεκρός).


  Ολόγυμνος λοιπόν και εν βρασμώ.

Του ερχόταν να σκίσει το δέρμα του, να το ξεφορτωθεί σαν βαρύ πανωφόρι την ώρα μιας στύσης ακατάβλητης ή σαν σάλιο που κολλάει στον λαιμό όταν θες να ουρλιάξεις. Για πρώτη του φορά αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι που του ήταν ολότελα καινούριο.
Αποφάσισε να προσπαθήσει.

  Του πήρε κάμποση ώρα αλλά εν τέλει δεν ήταν όσο δύσκολο το περίμενε. Χρησιμοποίησε το (πάντα ακονισμένο) κουζινομάχαιρο που φυλούσε εδώ και χρόνια στο πρώτο συρτάρι του ξεχαρβαλωμένου κομοδίνου του (γιατί ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται). Ξεκίνησε χαράζοντας ένα ημικύκλιο περιμετρικά του λαιμού του και συνέχισε τραβώντας την λεπίδα κάθετα στον αριστερό του ώμο, προς τον αγκώνα και σκίζοντας προσεκτικά ως την παλάμη. Έστρεψε το χέρι του και έκανε το ίδιο στην εσωτερική πλευρά. Καρπός, μασχάλη, πλευρό, λεκάνη, μηρό, γονατο, γάμπα, εξωτερικός αστράγαλος. Στην συνέχεια χάραξε έναν πλήρη κύκλο τέμνοντας τη φτέρνα και την πάνω πλευρά του πέλματος φτάνοντας στον εσωτερικό αστράγαλο. Απο εκεί, χαράζοντας κάθετα και προς τα πάνω την εσωτερική πλευρά του αριστερού ποδιού του, έφτασε στην βουβωνική του χώρα. Έστρεψε το (πάντα ακονισμένο) κουζινομάχαιρο και κατεβάζοντας το κάθετα στην εσωτερική πλευρά του δεξιού του ποδιού, ακολούθησε σαν σε καθρέφτη την ίδια διαδικασία, αλλά αναστρεμμένη - εως την δεξιά ακρούλα του σάρκινου ημικυκλίου του λαιμού του. Σκέφτηκε πως έτσι θα κατέληγε εαν μια φωτογραφική λεπίδα τραβούσε κάθετα το προφίλ του. Πολλές φορές έλεγε στους γύρω του πως ήταν ποιητής. Δεν ήταν.


  Εν πάση περιπτώσει τα κατάφερε. Βάζοντας (λίγο περισσότερη, ομολογουμένως, απ' όση φανταζόταν οτι θα χρειαστεί) δύναμη, τράβηξε σαν κακόγουστο παιδικό πουλόβερ που απλώς έπρεπε να βγάλει, το μπροστινό του μέρος. Η σάρκα ξεκολλούσε εύκολα, αλλά θύμωσε πολύ βλέποντας κάποιες απο τις τομές χαραγμένες πρόχειρα κι επιδερμικά. (Ανασφάλεια  ή τεμπελιά;)

Ξεπέρασε αυτό το μικρό πρόβλημα σχίζοντας βαθύτερα και κόβοντας δυνατότερα. 
Μεταξύ μας τώρα, κι ένα παιδί θα μπορούσε να το κάνει - τίποτα το τραγικό. Η σάρκα του μπροστινού μέρους του κορμιού του έπεσε στα πόδια του. Εντυπωσιάστηκε, καθώς για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσε τη θηλή του ν' ακουμπάει το νύχι του μεγάλου δάχτυλου του αριστερού ποδιού του. Μετά τίποτα.

  Προχωρούσε, ναι, μα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ολοκληρώνοντας το ημικύκλιο του λαιμού του σε πλήρη κύκλο, πλησίασε τον γεμάτο τσιμεντένια εξογκώματα, κακοφτιαγμένο και ασοβάτιστο ανατολικό τοίχο. Γύρισε, ανακάθισε και έγειρε μπροστά το κεφάλι τόσο ώστε η τομή στον σβέρκο του να έρθει σε επαφή απόλυτη με την σχεδόν ζεματιστή τσιμεντένια επιφάνεια. Λύγισε τα πόδια σα να προετοίμαζε κάποιο σπουδαίο άλμα. Αντ' αυτού, τινάχτηκε. Προς τα πάνω και απότομα, όπως έπρεπε. Στην ανοδική του διαδρομή, το πίσω μέρος του κορμιού του γραπωνόταν στις άγριες προεξοχές της κακοφτιαγμένης και ασοβάτιστης ανατολικής πλευράς της τρώγλης, που ονόμαζε υπνοδωμάτιο. Ήξερε οτι ήταν η ανατολική διότι ακριβώς απέναντι του βρισκόταν το Παράθυρο. Και αν υπήρχε κάτι που στα σίγουρα τον ικανοποιούσε τόσα χρόνια σ' αυτόν τον πλανήτη, ήταν η θέα ενός καλού κεχριμπαρένιου ηλιοβασιλέματος - το συγκεκριμένο παράθυρο του είχε προσφέρει κάμποσα

(ό,τι μπορούσε έκανε, το Παράθυρο).

  Ήταν σχεδόν έτοιμος. Σηκώθηκε και έψαξε για ένα ψαλίδι. Σκύβοντας και κοιτώντας κάτω απ' το κρεβάτι του, βρήκε ένα κίτρινο ψαλίδι χαρτοκοπτικής με στρογγυλεμένες άκρες, απο 'κείνα τα παιδικά. Ούτε που ήξερε ή θυμόταν πώς είχε βρεθεί εκεί μέσα. 

Το πήρε.
"Μένει μόνο να κανονίσω τις όποιες εκκρεμότητες!", σκέφτηκε, και πολύ τον ικανοποίησε αυτό του το ευφυολόγημα. Μερικές ανυπόμονες ψαλιδιές ύστερα, είχε τελειώσει. Εντυπωσιάστηκε (για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ!), συνειδητοποιώντας πως περαν του γενικότερου "ερυθρού" της καταστάσεως του, δεν υπήρχε αίμα - ένας μπελάς λιγότερος. Τεντώθηκε.

  Σήκωσε τις σάρκες απ' το πάτωμα και τις κρέμασε στα αδρανή σπαγκόσχοινα απλώματος έξω απ' το παράθυρο του. Δεν τα 'χε χρησιμοποιήσει ποτέ πριν. Ένιωσε για λίγο φυσιολογικός - ντράπηκε. Όσα κομμάτια είχαν διαλυθεί ή χάσει έστω και στο ελάχιστο την φυσική τους φόρμα, τα μάζεψε και ένα-ένα τα πέταξε στην λεκάνη της τουαλέτας τραβώντας το καζανάκι έντεκα φορές. Όταν ξεμπέρδεψε και μ' αυτό, το μάτι του έπεσε στον μικροσκοπικό καθρέφτη δίπλα του. Πλησιάζοντας και αρχίζοντας να παρατηρεί τον εαυτό του μέσα του, παρατήρησε το ανέπαφο κεφάλι του. Δεν είχε κανένα λόγο να γδάρει τη σάρκα απ' το κρανίο του. Δεν ήταν δα και τρελός. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει επικίνδυνα. Πήρε ξανά το ψαλίδι, έκοψε τα πολλά μα απο απροσεξία τραυμάτισε ελαφρώς τον εαυτό του, κόβοντας ένα μικροσκοπικό κομματάκι απο το πάνω χείλος του. Κοίταξε στο ντουλαπάκι του μπάνιου, βρήκε λίγο Μπεταντίν και απολύμανε το τραύμα. Βγήκε απ' την τουαλέτα και έσβησε το φώς πίσω του.


  Η ζέστη, η φριχτή εκείνη δαιμονική ζέστη είχε αρχίσει να υποχωρεί. Η ώρα ήταν αργά. Στάθηκε μπρος στην τηλεόραση και την άνοιξε. Στο γαλαζωπό της φως, έριξε μια ματιά πρώτα στις παλάμες, ύστερα στους βραχίονες, στο στήθος, στα πόδια του. Ένα μάτσο ροζ-μωβ ίνες, συμπλέγματα μυών, τένοντες κι αρτηρίες. Έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του και στράφηκε στην οθόνη. Έπιασε το τηλεκοντρόλ και άλλαξε κανάλι. 

Ξανά και ξανά. Σχεδόν εμμονικά. Κάποτε εμφανίστηκε ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης. Ήταν το επεισόδιο όπου ο Μπομπ προσπαθεί να βγάλει δίπλωμα οδήγησης. Αστείο επεισόδιο. Πέταξε παραπέρα το τηλεκοντρόλ και ξάπλωσε ξανά. Θέση 0. Καθώς η απροστάτευτη και μαλακή σάρκα ήρθε σε επαφή με τα σεντόνια, ένιωσε τον εαυτό του να κολλάει, σαν ένα βέλκρο σάρκινο επάνω στο κρεββάτι. Πολλές φορές έλεγε στους γύρω του πως ήταν ποιητής. Δεν ήταν. 

Έξω και πάνω του, το σύμπαν διαστελλόταν. Ένα ζευγάρι καυγάδιζε μεγαλόφωνα κάτω, στον δρόμο.
  
Αστείο επεισόδιο.

Wednesday, March 19, 2014

Πρόγνωση

Βρέχει.

Δώδεκα χρόνια βρέχει
Και οι προσευχές των ανυποψίαστων αστών 
Είναι ένα ακόμα ανέκδοτο
Απο 'κείνα που ανταλάσσουμε 
Στις καθημερινές συναντήσεις μου 
Με τους περαστικούς νεκρούς
Άλλωστε όταν τα 'χεις πια πει όλα
Κάτι καινούριο πρέπει να βρεις
Κάτι να πεις ρε
Για το γαμώτο

Βρέχει

Ακρωτηριασμένοι εξάρχοντες
Διευθύνουν με ορμή πρωτόγνωρη 
Τις βραχνιασμένες συμφωνίες 
Των καλοκαιριών μου
Ενώ παίζω στα χαρτιά τις αγωνίες μου
Μπας και χάσω
Μα δεν χάνω

Κι έξω εκεί στα βαλσαμωμένα κυριακάτικα απογεύματα
Υπάρχει κάτι που έτρεμα μη δω, μα είδα
Κι έξω εκεί στα ήσυχα κυριακάτικα απογεύματα
Ουρλιάζει κάτι που ήλπιζα να παρακούσω, όμως άκουσα
Και απ' τα μεγάλα, αθώα βλέμματα των ετοιμοθάνατων συγγενών και ερωμένων
Στάζει σαν απο βρύση ονειρική μια αλήθεια που κάποτε θα μάθεις 
-θες δε θες

Τέλος πάντων, προς το παρόν βρέχει

Και οι ουρανοί χαμογελούν ειρωνικά
Αφού χάρισα κάθε μελλοντικό μου οργασμό 
Στο μαύρο σκυλί της Άνοιξης 
Την πρώτη φορά που μύρισα κανέλλα

Και η μόνη μου παρηγοριά είναι που είμαι απο ζάχαρη

Έτσι όταν βρέχει δεν χρειαζέται τίποτα
Παρά να ξαπλώσω σε κάποιο απ' τα παγκάκια του κόσμου
Και να περιμένω