Ζούμε για ν' αγαπούμε
Μα ανασαίνουμε ήσυχα
Όπως ταιριάζει στους τυφλούς ή στα αδέσποτα σκυλιά
Και όποτε βρέχει
''Θα λιώσω'' λέμε
Σκύβοντας κόσμια το κεφάλι
Κόσμια ως ανασαίνουμε
Και κόσμια ως ξεχνούμε
όλες τις θάλασσες
Μας βρίσκουν ανελέητα τα κύμματα
Μας παίρνουν λες και είμαστε παιδιά
Κι όλο αποκοιμιόμαστε
Κι όλο στραβοξυπνάμε
Χέρια, μαλλιά, μουσκίδι
Άμμος στα μάτια
Λάσπη στο μπρίκι
Και γύρω οι άνθρωποι κοιτούν
"Καλημέρα" λέμε
Τραβώντας μουδιασμένοι για το διάολο
Σηκώνουμε το βλέμμα στα πουλιά
Και κάνουμε πως καταλαβαίνουμε
Εάν η μέρα ξεκινά
ή αν ξανατελειώνει
Έχω ένα σπίτι για να ζω
Ένα τραπέζι
Δύο φτηνές καρέκλες
Και δυο γυμνά παράθυρα
με θέα στην Αφροδίτη
Πρόστυχη γωνιά στα χωράφια του πλανήτη
Δύσκολα βράδια
Κίτρινοι καιροι
Ούζο και τηλεμάρκετινγκ
Τις ώρες του πνιγμού έρχονται πάντα επισκέπτες
Βλάσφημες, ανάπηρες παρομοιώσεις στον διάδρομο
Καπνός στα μάτια
Μία Τετάρτη ή Κυριακή λιπόθυμη στο μπάνιο
Κι ο ταπεινός αγγελιοφόρος μιας ανθρωπότητας
Γλυκιάς
Πονετικής και ασφυκτιούσας
Στην κουζίνα μου
Γλυκά, πονετικά να γλύφει τα μαχαίρια
Και δεν μου λείπεις εσύ
Μου λείπει εκείνη η αχόρταγη σιωπή μετά την καταιγίδα
Τα γυάλινα μάτια μιας εποχής
Άτσαλα ερωτευμένης με τα πάντα
Κι εκείνος σου ο πρόστυχος ο αντίχειρας
Που αδιάφορα γυρνούσε τα γρανάζια της ζωής μου
Κι έτσι μέρες περνούν, μήνες ή εβδομάδες
Ξεχνάω ανθρώπους και γενέθλιες γιορτές
Γύρω οι σοβάδες στάζουν
Τα σκουπίδια εξαγριώνονται
και χιμάνε στον λαιμό μου
κάθε που πάω να κοιμηθώ
Θόρυβος και φαγούρα
Τοίχοι πάντα λευκοί ή μπεζ
Πλήκτρα σπάνε
Νεύρα σπάνε
Σκυλιά γαυγίζουν
Παιδιά γαυγίζουν
Και το ταβάνι
Τρίζει αδιάφορα
Λυμαίνοντας τa τραγούδια των βροχών
Αποτραβηχτήκαμε ύστερα στα όμορφα καταφύγια
Κλειδώσαμε γερά τις πόρτες και ανοίξαμε το πρώτο μπουκάλι
Έξω ο κόσμος είχε πόλεμο
Ξεχαστήκαμε
Πέρασαν χίλια χρόνια πριν σε ψάξω
Σε βρήκα δίπλα μου
Τσιγάρο στο χέρι
Βρωμοκοπούσες μωβ και ντο μινόρε
Άνοιξα βίαια τις πόρτες
δαγκώνοντας τα χείλια
Οι άλλοι, ούρλιαζαν κάτι για θεούς
κορώνες κι αντισώματα
Μπήκε λοιπόν το φως
βίαια - όπως μας άρμοζε
Κι επιτέλους κατάλαβα
πόσο νεκρή, πια, ήσουν
Μα εσύ με τρως σαν μαύρη, στέρφα γη
που κάποια δύναμη υστερική την καταράστηκε
μονάχη ό,τι γεννά να καίει
Και ως το τέλος των αθώων ημερών
και των γλυκών θαυμάτων
Αθάνατη, εκείνη να πεθαίνει ζωντανή
Είμαι μια ρίζα μες τα σπλάχνα σου
και καίω να γεννηθώ, μόνο μία φορα να μεγαλώσω
Να σε δω
Κι ίσως την ώρα που θα νιώσω πως κουράστηκα
-πως σ' άγγιξα κι όσο μπορουσα λάτρεψα
την αγκαλιά και την ματιά σου τη χωμάτινη -
Να γείρω τότε
Κι ο κόσμος γύρω να κοιτά, όπως πάντα κοιτούσε
Να μιλά, να περπατά και να ιδρώνει
ενώ από πάνω κι από κάτω σου θα πλέω για πάντα πια
Θα βρέχει τότε και θα βρέχω
Πάνω και κάτω σου θα βρέχω
μέχρι να ξημερώσει να με πίνεις
Και η αγάπη θ' ανατέλλει απ' τα πλακάκια της τουαλέτας
Κι απ' τα κελιά των ήσυχων και ηλιόλουστων θανάτων
οι ισοβίτες θα μετρούν τη θάλασσα με αίμα
Μάτια και ζωή διαμάντια, τότε
Να γείρω, τότε
Αθώα, αλλοπαρμένη αναλαμπή
στις ξεσκισμένες πλάτες ενός πλανήτη
που θα μπορούσα ν' αγαπήσω, τότε
Μα εσύ με τρως σα μαύρη, στέρφα γη
Με γδέρνεις, με πονάς
Τι άθλια, τι μίζερη κατάρα σε βαραίνει
Τόσα χρώματα και μυρωδιές να εγκυμονείς
- κι εσύ μόνο να καις
Τυφλή, χαμένη, υστερική
Σαν άδικα καμμένη
Κάποτε αγαπημένη
Στέρφα γη
Χαθήκαμε
Γελοίοι πια
Ξαπλωμένοι σε στρώματα ανατομικά
και σε μεθύσια ανώδυνα
Αποκοιμιόμαστε
Σαν παιδιά μαλωμένα
Άγρια
Αποκαμωμένα
Ξεμακρύναμε απ' τον παράδεισο
Χαθήκαμε
Διακριτικά ξεφυσάμε τον καπνό
και κάνουμε πως ξεχάσαμε
Ήταν χειμώνας μα είχαμε άνοιξη, θυμάσαι;
Τώρα Απρίλης και με θάβουνε στο χιόνι
Χαθήκαμε λοιπόν
Βοή στη λεωφόρο και σάλιο στον ωκεανό
Βουλιάζουμε αδιάφορα
Ένα ακορντεόν λυσσάει ν' ακουστεί
Κι όλο βρέχει
Μόνο βρέχει
"Σκάψτε βαθύτερα", είπαν
"Περισσότερο απο ποτέ", είπαν
Το κάναμε
Ξημέρωνε
Κατεβάσαμε βιαστικά το πτώμα
Tο σκεπάσαμε βιαστικά
Το ξεχάσαμε βιαστικότερα
Πήραμε τον δρόμο για το σπίτι
Ανοίξαμε από μια μπύρα
Ίσα που ρουφήξαμε μια γουλιά
πριν καταλάβουμε πως ο κόσμος είχε ήδη τελειώσει
Σ' αγαπώ γιατί όταν γελάς, υπάρχεις με ομορφιά που άξιζαν θεοί
Υγρή καννίβαλος
Πλυμμένη σε ποτάμια μυθικά
Γεννημένη απο λύκων ουρλιαχτά κι απο οργασμούς πάντα σκιερούς και ματωμένους
Δόντια γυμνά
Σαγόνια βαβυλώνιες καταδίκες
Λυγμοί από πέτρα κι άμμο
Γυμνή, χωμάτινη βασίλισσα
στα τέσσερα μασώντας
και ξερνώντας τις Γραφές
Γυμνή, σε λάγνα παραμύθια
και σ' αρχαία νανουρίσματα
στάζεις με θράσος τα υγρά σου
μες τα ποιήματα
Μεθάς χαμογελώντας τα παιδιά μου
Γυμνό, υγρό αρπακτικό
Απόψε μπλέ η έρημος
Οι ωκεανοί στεγνοί
Πρόστυχη συναστρία με σκεπάζει,
πέτρα κι άμμος
Γέλα και πάρε με
Οι έκπτωτοι πάντα νικούν
Το γράφουν τα βιβλία και οι μαυροπίνακες
Πέφτουν και φεύγουν και τσακίζονται
γυμνοί στα στενοσόκακα των πόλεων
Δίχως τροφή και δίχως πείνα οι έκπτωτοι
Σιχάθηκαν τις γλώσσες τους να χώνουν σε κουφάρια
Κι έτσι όλο πέφτουν
και φεύγουν προς τα πάνω, από ψηλά
Μα κάποτε απ' τα αναίσχυντα
κι αδιάκοπα γαμήσια τ' ουρανού
έρχονται και ζαρώνουν και στεγνώνουν
Και θυμούνται
Γρήγορα αλλάζουν σε παλιούς χαρταετούς, τότε
κι αποκοιμιούνται στα κλαδιά των νεραντζιών
Ναι ρε μαλάκα, στα κλαδιά των νεραντζιών
Οι έκπτωτοι λοιπόν, πάντα νικούν
Και το πρωί, χαμένοι πια πέρα για πέρα
Κατεβαίνουν απ' τα δέντρα και ζυγίζουν λιγότερο
Διακριτικά γλύφουν τα χείλη τους
Διακριτικά ξεκινούν για την κάβα
Κανείς δεν ασχολείται πια
και βαριέμαι να κρυφτώ ή να κλάψω, πια
Παράσιτο και θόρυβος
Αρρώστια και χρησμός σε ιστορία ανείπωτη
Πάντοτε αστρολουσμένης
Πάντα πνιγμένης στα σκατά
Τραγούδια σκόνη
Δάχτυλα σκόνη και νύχια στα δόντια
Φοβάμαι ρε μαλάκα
Έχω μια τρύπα στο μέτωπο
Ο αέρας φυσά και παγώνω
Κόκκαλο στο σαλόνι
Γνέφω σα βλάκας στις εποχές
όταν έρχονται
κι όταν φεύγουν
Κάπου διάβασα για μια σπάνια, τυχαία κάθοδο
Βελούδινη κάθοδο
Mες τα χαλίκια του κόσμου
Έρωτας και οργασμός αγνώστου
Πάχνη του πρωινού
Tραγούδια πουλιών
Μια υστερία ουράνια
Μέλι και τοκετός
Και τι σημασία έχει
Κατήντησα μισός
Να σκάβω σαν παιδί τον ουρανό