Saturday, March 22, 2014

Στριπτίζ

  Έκλεισε το τηλέφωνο πατώντας όπως πάντα -σχεδόν εμμονικά- ξανά και ξανά το πλήκτρο ακύρωσης κλήσης. Ίσως πίστευε πως έτσι μαγικά και αβάδιστα ακύρωνε τα λόγια που είχε μόλις πει, ίσως πάλι πως με την επαναληπτική -σχεδόν εμμονική- πίεση του κόκκινου πλήκτρου έσβηνε ολοκληρωτικά τον κόσμο, μαζί και τον εκάστοτε συνομιλητή του.
Από παιδί σιχαινόταν το τηλέφωνο.
Αμήχανες σιωπές και ανάσες που ξεβράζονταν βαριεστημένα στο αυτί του μέσα απο τις τρυπούλες του ακουστικού. 
Δεν είχε μάθει έτσι, αυτός. 
Προτιμούσε τις αγκαλιές και τα βλέμματα, αυτός.
Μαλάκας. Μεγάλος. 
Δεν της μιλούσε όμορφα τελευταία. Το καταλάβαινε κι εκείνη μα φυσικά δεν παραπονέθηκε ποτέ. Πάντοτε υποστηρικτική, πάντοτε αχόρταγα ανεκτική - φρικιαστικά υπέροχη.

  Ζέστη.

Δεν μπορούσε να πιστέψει την ένταση της ζέστης. Ιούλιος, ναι, αλλά η κατάσταση εκείνη δεν ήταν δυνατό να υποφερθεί απο κανέναν λογικό - πόσω μάλλον έστω και να περιγραφεί απο κάποιον σαν και του λόγου του. 
Ξαπλωμένος, γυμνός, σχεδόν κολλημένος στα μουσκεμένα σεντόνια, θα ορκιζόταν πως έβλεπε το ίδιο το ταβάνι της τρώγλης που ονόμαζε υπνοδωμάτιο, να ιδρώνει.

  Άνοιξε τα μάτια του. Απότομα. Ήταν κάτι που του άρεσε να κάνει. Κάτι που τον έκανε να αισθάνεται κατατρεγμένος, σαν σκοτεινά γοητευτικός αντι-ήρωας κάποιου μεταμοντέρνου φιλμ-νουαρ. Κάτι, τελοσπάντων. Κοίταξε φευγαλέα το πράσινο ρολόι. Το πράσινο ρολόι ήταν σταματημένο 3 εβδομάδες τώρα, παρ' όλα αυτά αδυνατούσε να μετριάσει την συχνότητα αυτού του φευγαλέου βλέμματος. Αφ' ενός γιατί του θύμιζε πως ζούσε Κάπου όπου Κάποιοι έκαναν Κάτι (σκέψη που όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί του έδινε μια αμυδρή ελπίδα πως κάποτε, ίσως να γινόταν ευχάριστος, ήλίθιος κι ευτυχισμένος σαν αυτούς). Αφ' εταίρου γιατί το πράσινο ρολόι ήταν καρφωμένο στο ταβάνι, ευθεία πάνω απ' το μαξιλάρι του (μία απ' τις δοκιμασίες αντοχής στις οποίες συνήθιζε να υποβάλλει συχνα τον εαυτό του, για να νιώσει μοναδικός). Είχε αποτύχει, τόσο στην επίδειξη αντοχής (τα τσακισμένα νεύρα του το επιβεβαίωναν), όσο και στην επίτευξη μιας ευδαιμονικής ανάτασης που "μόνο μέσω της απόσχισης απο τα τετριμμένα και τα γνώριμα της ανθρώπινης φύσης δύναται να προκύψει" (Τάδε Έφη Κάποιος Ήδη Νεκρός).


  Ολόγυμνος λοιπόν και εν βρασμώ.

Του ερχόταν να σκίσει το δέρμα του, να το ξεφορτωθεί σαν βαρύ πανωφόρι την ώρα μιας στύσης ακατάβλητης ή σαν σάλιο που κολλάει στον λαιμό όταν θες να ουρλιάξεις. Για πρώτη του φορά αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι που του ήταν ολότελα καινούριο.
Αποφάσισε να προσπαθήσει.

  Του πήρε κάμποση ώρα αλλά εν τέλει δεν ήταν όσο δύσκολο το περίμενε. Χρησιμοποίησε το (πάντα ακονισμένο) κουζινομάχαιρο που φυλούσε εδώ και χρόνια στο πρώτο συρτάρι του ξεχαρβαλωμένου κομοδίνου του (γιατί ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται). Ξεκίνησε χαράζοντας ένα ημικύκλιο περιμετρικά του λαιμού του και συνέχισε τραβώντας την λεπίδα κάθετα στον αριστερό του ώμο, προς τον αγκώνα και σκίζοντας προσεκτικά ως την παλάμη. Έστρεψε το χέρι του και έκανε το ίδιο στην εσωτερική πλευρά. Καρπός, μασχάλη, πλευρό, λεκάνη, μηρό, γονατο, γάμπα, εξωτερικός αστράγαλος. Στην συνέχεια χάραξε έναν πλήρη κύκλο τέμνοντας τη φτέρνα και την πάνω πλευρά του πέλματος φτάνοντας στον εσωτερικό αστράγαλο. Απο εκεί, χαράζοντας κάθετα και προς τα πάνω την εσωτερική πλευρά του αριστερού ποδιού του, έφτασε στην βουβωνική του χώρα. Έστρεψε το (πάντα ακονισμένο) κουζινομάχαιρο και κατεβάζοντας το κάθετα στην εσωτερική πλευρά του δεξιού του ποδιού, ακολούθησε σαν σε καθρέφτη την ίδια διαδικασία, αλλά αναστρεμμένη - εως την δεξιά ακρούλα του σάρκινου ημικυκλίου του λαιμού του. Σκέφτηκε πως έτσι θα κατέληγε εαν μια φωτογραφική λεπίδα τραβούσε κάθετα το προφίλ του. Πολλές φορές έλεγε στους γύρω του πως ήταν ποιητής. Δεν ήταν.


  Εν πάση περιπτώσει τα κατάφερε. Βάζοντας (λίγο περισσότερη, ομολογουμένως, απ' όση φανταζόταν οτι θα χρειαστεί) δύναμη, τράβηξε σαν κακόγουστο παιδικό πουλόβερ που απλώς έπρεπε να βγάλει, το μπροστινό του μέρος. Η σάρκα ξεκολλούσε εύκολα, αλλά θύμωσε πολύ βλέποντας κάποιες απο τις τομές χαραγμένες πρόχειρα κι επιδερμικά. (Ανασφάλεια  ή τεμπελιά;)

Ξεπέρασε αυτό το μικρό πρόβλημα σχίζοντας βαθύτερα και κόβοντας δυνατότερα. 
Μεταξύ μας τώρα, κι ένα παιδί θα μπορούσε να το κάνει - τίποτα το τραγικό. Η σάρκα του μπροστινού μέρους του κορμιού του έπεσε στα πόδια του. Εντυπωσιάστηκε, καθώς για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσε τη θηλή του ν' ακουμπάει το νύχι του μεγάλου δάχτυλου του αριστερού ποδιού του. Μετά τίποτα.

  Προχωρούσε, ναι, μα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ολοκληρώνοντας το ημικύκλιο του λαιμού του σε πλήρη κύκλο, πλησίασε τον γεμάτο τσιμεντένια εξογκώματα, κακοφτιαγμένο και ασοβάτιστο ανατολικό τοίχο. Γύρισε, ανακάθισε και έγειρε μπροστά το κεφάλι τόσο ώστε η τομή στον σβέρκο του να έρθει σε επαφή απόλυτη με την σχεδόν ζεματιστή τσιμεντένια επιφάνεια. Λύγισε τα πόδια σα να προετοίμαζε κάποιο σπουδαίο άλμα. Αντ' αυτού, τινάχτηκε. Προς τα πάνω και απότομα, όπως έπρεπε. Στην ανοδική του διαδρομή, το πίσω μέρος του κορμιού του γραπωνόταν στις άγριες προεξοχές της κακοφτιαγμένης και ασοβάτιστης ανατολικής πλευράς της τρώγλης, που ονόμαζε υπνοδωμάτιο. Ήξερε οτι ήταν η ανατολική διότι ακριβώς απέναντι του βρισκόταν το Παράθυρο. Και αν υπήρχε κάτι που στα σίγουρα τον ικανοποιούσε τόσα χρόνια σ' αυτόν τον πλανήτη, ήταν η θέα ενός καλού κεχριμπαρένιου ηλιοβασιλέματος - το συγκεκριμένο παράθυρο του είχε προσφέρει κάμποσα

(ό,τι μπορούσε έκανε, το Παράθυρο).

  Ήταν σχεδόν έτοιμος. Σηκώθηκε και έψαξε για ένα ψαλίδι. Σκύβοντας και κοιτώντας κάτω απ' το κρεβάτι του, βρήκε ένα κίτρινο ψαλίδι χαρτοκοπτικής με στρογγυλεμένες άκρες, απο 'κείνα τα παιδικά. Ούτε που ήξερε ή θυμόταν πώς είχε βρεθεί εκεί μέσα. 

Το πήρε.
"Μένει μόνο να κανονίσω τις όποιες εκκρεμότητες!", σκέφτηκε, και πολύ τον ικανοποίησε αυτό του το ευφυολόγημα. Μερικές ανυπόμονες ψαλιδιές ύστερα, είχε τελειώσει. Εντυπωσιάστηκε (για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ!), συνειδητοποιώντας πως περαν του γενικότερου "ερυθρού" της καταστάσεως του, δεν υπήρχε αίμα - ένας μπελάς λιγότερος. Τεντώθηκε.

  Σήκωσε τις σάρκες απ' το πάτωμα και τις κρέμασε στα αδρανή σπαγκόσχοινα απλώματος έξω απ' το παράθυρο του. Δεν τα 'χε χρησιμοποιήσει ποτέ πριν. Ένιωσε για λίγο φυσιολογικός - ντράπηκε. Όσα κομμάτια είχαν διαλυθεί ή χάσει έστω και στο ελάχιστο την φυσική τους φόρμα, τα μάζεψε και ένα-ένα τα πέταξε στην λεκάνη της τουαλέτας τραβώντας το καζανάκι έντεκα φορές. Όταν ξεμπέρδεψε και μ' αυτό, το μάτι του έπεσε στον μικροσκοπικό καθρέφτη δίπλα του. Πλησιάζοντας και αρχίζοντας να παρατηρεί τον εαυτό του μέσα του, παρατήρησε το ανέπαφο κεφάλι του. Δεν είχε κανένα λόγο να γδάρει τη σάρκα απ' το κρανίο του. Δεν ήταν δα και τρελός. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει επικίνδυνα. Πήρε ξανά το ψαλίδι, έκοψε τα πολλά μα απο απροσεξία τραυμάτισε ελαφρώς τον εαυτό του, κόβοντας ένα μικροσκοπικό κομματάκι απο το πάνω χείλος του. Κοίταξε στο ντουλαπάκι του μπάνιου, βρήκε λίγο Μπεταντίν και απολύμανε το τραύμα. Βγήκε απ' την τουαλέτα και έσβησε το φώς πίσω του.


  Η ζέστη, η φριχτή εκείνη δαιμονική ζέστη είχε αρχίσει να υποχωρεί. Η ώρα ήταν αργά. Στάθηκε μπρος στην τηλεόραση και την άνοιξε. Στο γαλαζωπό της φως, έριξε μια ματιά πρώτα στις παλάμες, ύστερα στους βραχίονες, στο στήθος, στα πόδια του. Ένα μάτσο ροζ-μωβ ίνες, συμπλέγματα μυών, τένοντες κι αρτηρίες. Έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του και στράφηκε στην οθόνη. Έπιασε το τηλεκοντρόλ και άλλαξε κανάλι. 

Ξανά και ξανά. Σχεδόν εμμονικά. Κάποτε εμφανίστηκε ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης. Ήταν το επεισόδιο όπου ο Μπομπ προσπαθεί να βγάλει δίπλωμα οδήγησης. Αστείο επεισόδιο. Πέταξε παραπέρα το τηλεκοντρόλ και ξάπλωσε ξανά. Θέση 0. Καθώς η απροστάτευτη και μαλακή σάρκα ήρθε σε επαφή με τα σεντόνια, ένιωσε τον εαυτό του να κολλάει, σαν ένα βέλκρο σάρκινο επάνω στο κρεββάτι. Πολλές φορές έλεγε στους γύρω του πως ήταν ποιητής. Δεν ήταν. 

Έξω και πάνω του, το σύμπαν διαστελλόταν. Ένα ζευγάρι καυγάδιζε μεγαλόφωνα κάτω, στον δρόμο.
  
Αστείο επεισόδιο.

Wednesday, March 19, 2014

Πρόγνωση

Βρέχει.

Δώδεκα χρόνια βρέχει
Και οι προσευχές των ανυποψίαστων αστών 
Είναι ένα ακόμα ανέκδοτο
Απο 'κείνα που ανταλάσσουμε 
Στις καθημερινές συναντήσεις μου 
Με τους περαστικούς νεκρούς
Άλλωστε όταν τα 'χεις πια πει όλα
Κάτι καινούριο πρέπει να βρεις
Κάτι να πεις ρε
Για το γαμώτο

Βρέχει

Ακρωτηριασμένοι εξάρχοντες
Διευθύνουν με ορμή πρωτόγνωρη 
Τις βραχνιασμένες συμφωνίες 
Των καλοκαιριών μου
Ενώ παίζω στα χαρτιά τις αγωνίες μου
Μπας και χάσω
Μα δεν χάνω

Κι έξω εκεί στα βαλσαμωμένα κυριακάτικα απογεύματα
Υπάρχει κάτι που έτρεμα μη δω, μα είδα
Κι έξω εκεί στα ήσυχα κυριακάτικα απογεύματα
Ουρλιάζει κάτι που ήλπιζα να παρακούσω, όμως άκουσα
Και απ' τα μεγάλα, αθώα βλέμματα των ετοιμοθάνατων συγγενών και ερωμένων
Στάζει σαν απο βρύση ονειρική μια αλήθεια που κάποτε θα μάθεις 
-θες δε θες

Τέλος πάντων, προς το παρόν βρέχει

Και οι ουρανοί χαμογελούν ειρωνικά
Αφού χάρισα κάθε μελλοντικό μου οργασμό 
Στο μαύρο σκυλί της Άνοιξης 
Την πρώτη φορά που μύρισα κανέλλα

Και η μόνη μου παρηγοριά είναι που είμαι απο ζάχαρη

Έτσι όταν βρέχει δεν χρειαζέται τίποτα
Παρά να ξαπλώσω σε κάποιο απ' τα παγκάκια του κόσμου
Και να περιμένω