Thursday, October 20, 2016

Βίζιτα


ύστερα


απλά


εμφανίστηκαν


ούτε ήρθαν

ούτε περίμεναν, ας πούμε

σκεβρωμένοι πίσω απ' τον γαλάζιο καναπέ


το ξέρω αυτό γιατί έψαξα 

κι απόψε και προχθές και πέρυσι

πίσω και κάτω απο τα έπιπλα


όπως πρέπει


απλά ήταν εκεί

και όλο μιλούσαν

και έλεγαν και μιλούσαν σα να 'ξέραν

όλο κάτι ζητούσαν με κείνες τις φωνές

τις τσίγκινες φωνές που έπρεπε να μιλούν

για να μου πουν αυτά που έλεγαν


πότε οι κουβέντες έσκυβαν

λεπίδια χνουδωτά να μ' αγκαλιάσουν

άλλοτε υψώνονταν αυτάρεσκα

γίγαντες από γρανίτη κι έβενο

καυλιά θεών ξεσκέπαστα στου σύμπαντος τις κλίνες

σκουραίνοντας τρεις τόνους το δαμασκηνί χαλί μου

κάτι το εξοργιστικό, αλήθεια, γιατί έτσι έδειχνε καλύτερο


και η ώρα ήταν η ώρα που έπρεπε να κοιμηθώ

μιας και ποτέ δεν έπρεπε να βλέπω ή να μισώ

πέραν της ώρα που έπρεπε γλυκά να κοιμηθώ

και εντάξει, αυτό αντέχεται

μα ο ανεμιστήρας στο τραπεζάκι του καφέ

έτριζε δυο μέρες ασταμάτητα

και αυτό ρε, δεν αντέχεται

ευτυχώς δεν το πρόσεξαν

νομίζω δεν είχαν αυτιά

εγώ λυπήθηκα πολύ γιατί είχα

ακόμα έχω, δηλαδή


και όλο να κάνω πως ακούω

ακόμα και πως καταλαβαίνω


όμως δεν καταλάβαινα


πίρι και πίρι πίρι λοιπόν

και για την κρεμασμένη στο ταβάνι μου

ούτε λόγος


κάποτε παραιτήθηκα

και αφοσιώθηκα ολόκληρος σ' εκείνη

έξω είχε κάτι σαν άνοιξη η φθινόπωρο

κάτι ενδιάμεσο τέλος πάντων

και ένα αεράκι έφηβο έμοιαζε να την χαϊδεύει

ενώ ξεκούραζε κι απόψε τον λαιμό της στο ταβάνι

και μάλλον ήθελε χορούς

γιατί την είδα να κουνιέται

πέρα δώθε, αλλά διακριτικά - πάντα θα ήταν ντροπαλή, σκεφτόμουν


την χάζευα λοιπόν λες και την ήξερα

και μάλλον θα νομίσανε πως βρήκα το θεό

γιατί κάποτε πια κοιτάχτηκαν

και ησυχάσανε

και όπως έιχαν εμφανιστεί

είχαν πια φύγει

ευχαρίστησα μονολεκτικά την φίλη μου

και τραβήχτηκα βιαστικά απ' τη σκηνή


κάτι άρχισε να λέει

μ' εκείνη την φωνή που έπρεπε να μιλά

για να μου πει αυτά που έλεγε

εγώ ήδη βούρτσιζα τα δόντια μου στο μπάνιο


λες και είχε σημασία


λες και κάτι απ' όλα αυτά είχε σημασία