Monday, October 27, 2014

0.

3.
Και φυσικά υπάρχουνε κι αυτοί
που στις γιορτές τους ή των άλλων
καλούν στα ισόγεια υπνοδωμάτια
κακοφτιαγμένα ανθρωπάκια απο πλαστελίνη
Και θα 'ταν φυσικά υπέροχο
για τις ερωτικές επιστολές και για τους επικήδειους
αν το θυμόμασταν κάθε που ξεμεθάμε

Όσο για το πώς τυφλώθηκα
είναι μια ιστορία που μελοποιώ απ' τα οχτώ μου
ενώ πίσω απ' τους τοίχους
πουτάνες και πρεζάκια χερουβείμ έπαιζαν στα χαρτιά
τον έρωτα του πατέρα
τον έρωτα της μητέρας

2.
Και τώρα που το καλοσκέφτομαι
Εγώ ποτέ δεν θέλησα ούτε ποιήματα, ούτε στίχους
Μόνο ύψος θέλησα
Να ψηλώσω, να ψηλώσω
Όσο για να μην βλέπω τοίχους να ψηλώσω
Αστέρια να μπουκώνομαι και να ξερνάω ήλιους
Άπραγος ελεήμων, ουράνιος παρίας
Νωθρά να συμπονώ τους επι γης

Και ξέρω όσο λίγα
πως κάποιοι, πάντα θα μαζεύουν τα κομμάτια μου
απο μια τάξη μαθητών και ολοστρόγγυλων δειλών
που ούτε είδαν, ούτε ακούν
μόνο κυλούν
όλο κυλούν 
και μόνο φτάνουν
και ούτε που ήρθανε ποτέ απο πουθενά

Ταγμένοι λοιπόν εδώ ή εκεί, κάποτε σχολάσαμε

Κατεβήκαμε βιαστικά απ' τον ουρανό
και γονατίσαμε μπρος στη λεκάνη 
ψάχνοντας για θεούς και κέρματα
Μάθαμε τότε για το μίσος και τα  βαμένα βλέμματα,
τη σημασία των ρυθμικών βηματισμών,
πώς να γλύφουμε τα σύννεφα δίχως να τα πονούμε
και να φθονούμε τους νεκρούς μιας και ανασταίνονται

1.
Και τ' άλογα, σκελετωμένα απο τον χρόνο και το φως
μιας πολιτείας γλυκιάς και μακρινής
σκύβουν κι αποκοιμιούνται μπρος στις πύλες
αφού κανείς ποτέ δεν βγήκε απο 'κει

Κανείς, ποτέ δεν έζησε εκεί

Sunday, October 26, 2014

Χάρτης

Ένα πορτοκαλί μεσημέρι των εξοχικών μου χρόνων
έκρυψα τον θησαυρό μου στο ψηλότερο ντουλάπι της κουζίνας
και τον άφησα - χρόνια τον άφησα
και κόντυνα
και ξέχασα

Και όλα ήταν δύσκολα μόνο μέχρι το βράδυ του Φλεβάρη
που μου 'στείλαν συστημένη την διαθήκη μου
κι ένα μαχαίρι πλαστικό
για να αξίζει, είπαν

Κι αν κάτι μένει ακόμα να τρυπά
είναι που άλλαξα και που δεν έχω χέρια
έναν χάρτη να φτιάξω
μια νότα ή μια μυρωδιά να φτιάξω
όχι για μένα, όχι
για τον αδερφό μου ίσως
 άντε και για το σύμπαν

Κάπως και κάπου κάποιος να θυμηθεί
πόσο αδίστακτα αλυχτούν τα πεθαμένα
στις πλάτες πεθαμένων εποχών
και το αμείλικτο ροκάνισμα της ευτυχίας
στα δόντια του παιδιού

Και οι θησαυροί, σκουριά και σκόνη πια
φορτώνονται αδιάφορα
στην σκουπιδιάρα του πλανήτη
Ξέχειλα πια τα σπλάχνα της απο σινιάλα και γιορτές 
βάζει μπροστά
και προχωρά
και ξεμακραίνει